-
1 товарный
επ.εμπορικός• εμπορευτικός, εμπορευματικός•-ое обращение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•
товарный склад αποθήκη εμπορευμάτων.
|| φορτηγός•товарный поезд φορτηγό τρένο•
товарный вагон εμπορικό βαγόνι.
εκφρ.- ое производство – εμπορική παραγωγή. -
2 продукт
το προϊόνвторичный - торг. δευτερεύον -консервированные - ы κονσερβοποιημένα/συντηρημένα - ταпервичный - αρχικό -, η πρώτη ύληприбавочный - эк. το υπερ-προϊόνпродовольственные - ы τα τρόφιμα, τα εδώδιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукт
-
3 поезд
поезд м το τρένο· скорый \поезд η ταχεία· \поезд-экспресс το εξπρές* \поезда дальнего следования τα τρένα μακράς διαδρομής· товарный \поезд το εμπορικό τρένο* * *мτο τρένοско́рый по́езд — η ταχεία
по́езд-экспре́сс — το εξπρές
поезда́ да́льнего сле́дования — τα τρένα μακράς διαδρομής
това́рный по́езд — το εμπορικό τρένο
-
4 вагон
το (σιδηροδρομικό) όχημαразг. το βαγόνι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -саморазгружающийся - αυτοεκφορτιζόμενο/ανατρεπόμενο -спальный - η κλινάμαξα, το βαγκόν-λι (ξεν.)товарный - φορτηγό/εμπορικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон